Η ανακάλυψη βιοδεικτών βάσει δεδομένων ανοίγει το δρόμο για βελτιωμένη διάγνωση αλλεργίας εξ επαφής.
Με τη βοήθεια αλγορίθμων, οι ερευνητές του Karolinska Institutet στη Σουηδία , έχουν
εντοπίσει δείκτες που μπορούν να διαφοροποιήσουν το ερεθιστικό έκζεμα και την αλλεργία επαφής, δύο δερματικές αντιδράσεις που μοιάζουν αλλά απαιτούν διαφορετική θεραπεία.
Τα ευρήματά τους, υποστηρίζουν την περαιτέρω ανάπτυξη μιας εναλλακτικής λύσης σε σχέση με τα σημερινά διαγνωστικά patch tests.
Υπάρχουν δύο τύποι εκζέματος , καθένας με τη δική του αιτία: αλλεργικό έκζεμα εξ επαφής, το οποίο προκαλείται από αλλεργική αντίδραση και μη αλλεργικό ερεθιστικό έκζεμα, το οποίο προκαλείται από χημικούς παράγοντες ή φυσικούς παράγοντες.
Δεδομένου ότι οι δύο τύποι απαιτούν διαφορετικές θεραπείες, είναι σημαντικό να γίνει η σωστή διάγνωση. Αυτό μπορεί να αποδειχθεί δύσκολο , καθώς και οι δύο ασθένειες παρουσιάζουν παρόμοια κλινικά συμπτώματα.
Οι διαγνώσεις βασίζονται συνήθως στα αποτελέσματα ενός patch test , τα οποία συχνά είναι δύσκολο να ερμηνευθούν και μερικές φορές μπορούν να δώσουν ψευδώς θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα.
Σε αυτήν την παρούσα μελέτη, ερευνητές στο Karolinska Institutet στην Σουηδία και συνάδελφοί τους από πανεπιστήμια στη Φινλανδία και την Αυστρία, συνέκριναν patch tests από 85 ασθενείς με έκζεμα εξ επαφής και υγιή δείγματα δέρματος προκειμένου να εξετάσουν την έκφραση του γονιδίου στο δέρμα που προκύπτει από έκθεση σε διαφορετικά αλλεργιογόνα και ερεθιστικά.
Χρησιμοποιώντας μια τεχνική μηχανικής μάθησης που συνδέεται με έναν προσαρμοσμένο γενετικό αλγόριθμο, οι ερευνητές εντόπισαν σύνολα δύο ή τριών γονιδίων που μαζί θα μπορούσαν να διακρίνουν ερεθιστικά από αλλεργικές δερματικές αντιδράσεις.
Βιοδείκτης είναι κάθε μόριο στο αίμα, τα υγρά και τους ιστούς, του οποίου η έκφραση σηματοδοτεί μια φυσιολογική ή παθολογική κατάσταση.
“Το επόμενο βήμα στο έργο συνεπάγεται μια πιο εκτεταμένη κλινική επικύρωση των δεικτών και τεχνική βελτιστοποίηση της μεθόδου προκειμένου να επιτευχθεί επαρκής σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας και ταχύτητας για κλινικούς σκοπούς.
“Τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι υπάρχουν σημαντικές δυνατότητες για την ανάπτυξη μιας νέας διαγνωστικής μεθόδου που βασίζεται σε αυτούς τους βιοδείκτες”.