Έρευνα φέρνει πιο κοντά την δυνατότητα αναγέννησης και δημιουργίας ιδρωτοποιών αδένων.
Ερευνητές στο Penn Medicine ,ανακάλυψαν πώς μια μοναδικά υψηλή πυκνότητα αδένων ιδρώτα εξελίχθηκε στο ανθρώπινο γονιδίωμα.
Η υψηλότερη πυκνότητα των αδένων του ιδρώτα στους ανθρώπους οφείλεται κυρίως σε συσσωρευμένες αλλαγές σε μια ρυθμιστική περιοχή του DNA – που ονομάζεται ενισχυτική περιοχή – και οδηγεί την έκφραση ενός γονιδίου που δημιουργεί τους ιδρωτοποιούς αδένες, γεγονός που εξηγεί γιατί οι άνθρωποι ιδρώνουν .
Το ανθρώπινο δέρμα διαθέτει δύο τύπους ιδρωτοποιών αδένων:
τους εκκρινείς και τους αποκρινείς.
Οι εκκρινείς ιδρωτοποιοί , είναι τοποθετημένοι στα όρια χορίου και υποδερμίδας, ο δε αναδυόμενος από αυτούς πόρος, φερόμενος δια μέσου του χορίου και της επιδερμίδας, εκβάλλει στην επιφάνεια του δέρματος
Είναι οι κύριοι ιδρωτοποιοί αδένες που παράγουν τον ιδρώτα και αποτελούνται από 90% νερό.
Οι επιστήμονες υποθέτουν ότι η υψηλή πυκνότητα των εκκρινών αδένων , αντανακλά μια αρχαία εξελικτική προσαρμογή.
“Αυτό το είδος έρευνας είναι σημαντική όχι μόνο επειδή δείχνει πώς λειτουργεί η εξέλιξη για την παραγωγή ποικιλίας ειδών, αλλά επίσης επειδή μας δίνει πρόσβαση στην ανθρώπινη βιολογία που συχνά δεν είναι δυνατόν να κερδίσουμε με άλλους τρόπους “
Η μελέτη έδειξε ότι το επίπεδο έκφρασης ενός γονιδίου που ονομάζεται Engrailed 1 – EN1 στους ανθρώπους – βοηθά στον προσδιορισμό της πυκνότητας των εκκρινών αδένων σε ποντίκια.
Το ΕΝ1 κωδικοποιεί μια πρωτεΐνη παράγοντα μεταγραφής που μεταξύ πολλών άλλων λειτουργιών, λειτουργεί κατά την ανάπτυξη για να προκαλέσει ανώριμα δερματικά κύτταρα για να σχηματίσουν εκκρινείς αδένες.
Λόγω αυτής της ιδιότητας, οι ερευνητές υποθέτουν ότι ίσως ένας τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι θα μπορούσαν να έχουν δημιουργήσει περισσότερους ιδρωτοποιούς αδένες στο δέρμα τους , είναι να εξελίσσουν γενετικές αλλαγές που αυξάνουν την παραγωγή ΕΝ1 στο δέρμα.
“Οι σοβαρές πληγές ή τα εγκαύματα καταστρέφουν συχνά τους ιδρωτοποιούς αδένες στο δέρμα και μέχρι στιγμής δεν ξέρουμε πώς να τα αναγεννήσουμε – αλλά αυτή η μελέτη μας φέρνει πιο κοντά στο να ανακαλύψουμε πώς να το κάνουμε αυτό”.